Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Το 3ο μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ ξεκληρίζει μικρούς και μεσαίους αγρότες

Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ μέχρι το 2020, έχουν διακηρυγμένο στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και επιχειρηματικότητας και στον αγροτικό τομέα, μέσα από την οικονομική μεγέθυνση. Δηλαδή στόχος τους είναι να εξυπηρετηθεί πιο γρήγορα η παραπέρα ανάπτυξη και κερδοφορία των μεγάλων καπιταλιστικών αγροτικών επιχειρήσεων, συγκεντρώνοντας γη, παραγωγή και εμπορία των αγροτικών προϊόντων, μέσα από την καταστροφή και συρρίκνωση των μικρών και μεσαίων εκμεταλλεύσεων (το ίδιο συμβαίνει και με την καταστροφή της αλιείας για να ενισχυθούν οι ιχθυοκαλλιέργειες και μεγάλοι αλιευτικοί στόλοι). Ήδη κάθε χρόνο, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ρυθμός μείωσης των μικρομεσαίων αγροτικών νοικοκυριών υπολογίζεται στο 3,5%. Αλλά και στην Ελλάδα, την τελευταία 5ετία, μειώθηκε ο συνολικός αριθμός των εκμεταλλεύσεων της χώρας κατά 1,9% και η χρησιμοποιούμενη γεωργική έκτασή τους κατά 2,8%.
Ο στόχος της συρρίκνωσης μικρομεσαίων στρωμάτων της αγροτιάς εξυπηρετείται μέσω μνημονίων και εθνικών μέτρων. Κυρίως με φορολογικά εργαλεία, όπως έκανε η συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ (π.χ. φορολόγηση χωραφιών, υποχρεωτικό άνοιγμα βιβλίων και τέλος επιτηδεύματος με φορολόγηση από το πρώτο ευρώ με 13% της φτωχής αγροτιάς, μείωση ΦΠΑ, αγροτικού πετρελαίου κ.ά.). Αυτό συνεχίζει εντονότερα, πιο βίαια και άμεσα η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μέσα από προαπαιτούμενα, το 3ο μνημόνιο και τα επόμενα που δεσμεύτηκε.
Συγκεκριμένα:
1) Η μεγάλη αύξηση του ΦΠΑ στο 23% για όλα τα αγροτικά εφόδια (λιπάσματα, φυτοφάρμακα, σπόρους, ζωοτροφές κ.ά.), η κατάργηση του ειδικού φόρου στο αγροτικό πετρέλαιο από το 2016 (για τους εφοπλιστές συνεχίζει το αφορολόγητο πετρέλαιο), κάνουν μικρούς και μεσαίους αγρότες να αναστενάζουν, αφού αυξάνεται το κόστος παραγωγής. Ποιος θα αντέξει; Μόνο ο μεγαλοπαραγωγός, αφού η μεγάλη ιδιοκτησία έχει μικρότερο κόστος παραγωγής συγκριτικά με τους μικροκληρούχους. Ηδη αυξήθηκε ο ΦΠΑ στο 23% στα συσκευασμένα τρόφιμα. Η αύξηση του κόστους παραγωγής για τη νέα σοδειά, θα πυροδοτήσει και νέα αύξηση στην τιμή τροφίμων στη λαϊκή κατανάλωση, δηλαδή στην καθημερινή μπουκιά της οικογένειας της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
2) Η άμεση φοροληστεία αυξάνει σταδιακά στο 26% για το 2017, από το πρώτο ευρώ εισοδήματος και με προκαταβολή φόρου από το 55% και στη συνέχεια στο 100%. Παραμένει το χαράτσι του ΕΝΦΙΑ στο σπίτι, στο χωράφι, στην αποθήκη, στη στάνη. Έτσι συντρίβεται ο μικρομεσαίος αγρότης και πραγματοποιείται μεγαλύτερη συγκέντρωση της αγροτικής εκμετάλλευσης, στο πλαίσιο της στρατηγικής για την «ανταγωνιστικότητα της γεωργίας», όπως προβλέπει το 3ο μνημόνιο. Ταυτόχρονα μονιμοποιείται η λεγόμενη «εισφορά αλληλεγγύης», που ενσωματώνεται πλέον στον φόρο εισοδήματος.
3) Σήμερα, το 40% περίπου δεν έχει να πληρώσει την ασφαλιστική εισφορά στον ΟΓΑ και στερείται ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Η εξομοίωση ΟΓΑ με ΙΚΑ και η αύξηση της εισφοράς στο 3πλάσιο, σημαίνει ότι ακόμα μεγαλύτερος αριθμός αγροτικών οικογενειών θα μείνουν ανασφάλιστες. Όποιος έχει λεφτά θα φροντίζει την υγεία του, θα εμβολιάζονται τα παιδιά του, θα έχει φάρμακα και περίθαλψη, έστω και υποβαθμισμένα από τα δημόσια νοσοκομεία. Όποιος δεν έχει, θα πεθαίνει «σαν το σκυλί στ' αμπέλι».
4) Η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και στον αγροτικό τομέα χρησιμοποιείται από τον ΣΥΡΙΖΑ για να μαζεύει εισόδημα από μικρούς και μεσαίους, τους οποίους καταστρέφει, για να το οδηγήσει στους μεγάλους, αυξάνοντας το μέγεθος και τα κέρδη τους. Αυτό συμβαίνει και με το τσίπουρο. Οι βιομήχανοι του τσίπουρου βλέπουν ότι οι άδειες που δίνονται σε μικροπαραγωγούς για να παράγουν μικροποσότητες, τελικά τους αφαιρούν από τα νύχια και τα κέρδη τους περίπου το 40% της κατανάλωσης. Έτσι προωθούν μέσω ΟΟΣΑ την εξόντωση αυτών των μικρών (περιορισμός παραγωγής με φτηνές δικαιολογίες) για να περάσει αυτό το 40% στα σαγόνια και στις τσέπες των μεγάλων επιχειρηματιών. Αυτός είναι ο καπιταλισμός: συγκέντρωση παραγωγής. Αλλά και στο παστεριωμένο γάλα, ο καθορισμός της ανώτατης διάρκειας συντήρησης από τον παρασκευαστή σημαίνει χτύπημα στην ελληνική κτηνοτροφία και ειδικά στη βοοτροφία γαλακτοπαραγωγής, όπου είμαστε πάνω από 70% ελλειμματικοί. Το καρτέλ του γάλακτος ήδη όρισε χρονική διάρκεια τις 11 μέρες για να εισάγει φτηνότερο, αυξάνοντας την κερδοφορία του, περιφρονώντας την ανάγκη της λαϊκής κατανάλωσης για προσιτές τιμές και καλή ποιότητα στο γάλα. Γι' αυτό είναι υποκρισία και κοροϊδία να υποστηρίζει ο Τσίπρας ότι με την «απόδοση των κοινοτικών πόρων ...την αυτοοργάνωση των οργανισμών ....ιδιαίτερα για τον ευαίσθητο χώρο της κτηνοτροφίας ...μπορούν να δώσουν μία προοπτική» (πρακτικά Βουλής 14/8/2015). Καλλιεργεί αυταπάτες, αφού εδώ και 34 χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι κοινοτικοί πόροι δεν έσωσαν από την εκτόπιση εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίους αγρότες. Αφού οι κοινοτικοί πόροι δίνονται με στόχο την υλοποίηση μέτρων συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης, ξεκληρίζοντας και αυτούς τους μικρομεσαίους που έχουν απομείνει. Το ίδιο ισχύει και για την κατεψυγμένη ζύμη και τα σημεία πώλησης του ψωμιού, χτυπώντας τους παραδοσιακούς οικογενειακούς φούρνους και την ποιότητα του ψωμιού κ.ά.
5) Διευκολύνονται, απελευθερώνονται και συντομεύονται οι διαδικασίες για κατασχέσεις. Έτσι, βαθαίνει η φτώχεια στην αγροτιά, που την πνίγουν τα χρέη και διευκολύνονται δημεύσεις και κατασχέσεις αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Αυτή την πολιτική προωθούν η ΚΑΠ της ΕΕ και οι ελληνικές κυβερνήσεις, κι ας παριστάνει στη βουλή ο Τσίπρας ότι πονάει, λέγοντας ότι «το πιο δύσκολο σημείο της συμφωνίας (μνημόνιο 3) είναι αυτό που αφορά τον αγροτικό κόσμο».
Η πολιτική του στοχοποίησε τη φτωχή αγροτιά με τα νέα αγριότερα μέτρα, αλλά και με τον αυστηρότερο προσδιορισμό της ιδιότητας του αγρότη που θα προωθήσει (αγροτικό εισόδημα πάνω από 50%), αποκλείοντας αυτούς που για να επιβιώσουν κάνουν εξωγεωργικά μεροκάματα (τουρισμό, οικοδομή κ.ά). Μάλιστα στο διάγγελμά του για τις επικείμενες εκλογές, παρουσίασε ως θετική τη συμφωνία - μνημόνιο 3, που τσακίζει και την αγροτιά, προβάλλοντας ότι ήταν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στις παρούσες συνθήκες, επιβεβαιώνοντας ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα του κεφαλαίου και εχθρός του λαού.
Γι’ αυτό και, ενόψει των εκλογών, οι μικροί και μεσαίοι αγρότες, θα πρέπει να στείλουν απάντηση στα εκβιαστικά διλήμματα περί χρεοκοπίας, σε αυτούς που τους χρεοκοπούν κάθε μέρα. Να στείλουν μήνυμα αντίστασης και πάλης στα κόμματα που προωθούν μνημόνια και αντιλαϊκούς νόμους, αλλά και σε αυτά που φτιάχτηκαν πρόσφατα, όπως η «Λαϊκή Ενότητα» του Λαφαζάνη που παραπλανά και κοροϊδεύει, ενώ έχει μεγάλες ευθύνες, αφού ψήφισε την παράταση του μνημονίου 2, υποκλίνεται στην ΕΕ και την ΚΑΠ (με δραχμή ή ευρώ ίδιο το αποτέλεσμα) που ξεκληρίζει τη μικρομεσαία αγροτιά, για να δυναμώσουν οι μεγάλες καπιταλιστικές αγροτικές επιχειρήσεις .
Να ενισχύσουν αποφασιστικά το ΚΚΕ, το κόμμα που είπε την αλήθεια για την ΕΕ, την ΚΑΠ, το Μάαστριχτ, την καπιταλιστική κρίση, τα μνημόνια, την επικοινωνιακή απάτη των «αριστερών», «υπερήφανων» εντός των τειχών διαπραγματεύσεων κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Γιατί υπάρχει άλλος δρόμος, αυτός της συμμαχίας εργατικής τάξης και λαϊκών στρωμάτων, ενάντια στους κοινούς εκμεταλλευτές.
Ο δρόμος αυτός δεν είναι εύκολος, έχει θυσίες που όμως πιάνουν τόπο. Προϋπόθεση αποτελεί η αποδέσμευση από ΕΕ και η κοινωνικοποίηση της γης, των καπιταλιστικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων, των συγκεντρωμένων μηχανοποιημένων μέσων παραγωγής, με κρατικές υποδομές και εμπόριο, με άμεση ένταξη στον κεντρικό σχεδιασμό, για την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων και κάλυψη των διατροφικών αναγκών του λαού. Ταυτόχρονα προωθείται ο αγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμός των μικροϊδιοκτητών αγροτών, επιτυγχάνοντας μείωση του κόστους παραγωγής, με την κοινή καλλιεργητική φροντίδα και συλλογή των προϊόντων, αξιοποιώντας καλύτερα τις παραγωγικές δυνάμεις. Έτσι δίνεται λύση στη μικρή και πολυτεμαχισμένη αγροτική μικροϊδιοκτησία και εξασφαλίζεται λαϊκή ευημερία και όχι ξεκλήρισμα και δυστυχία. Να γιατί το δυνάμωμα του ΚΚΕ μέσα και έξω από τη Βουλή εξασφαλίζει πιο γρήγορα προϋποθέσεις ρήξης με την ΕΕ, το κεφάλαιο και την εξουσία τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.