Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Νέο «αγκάθι» για την παραχώρηση της Βεύης

Σε νέες περιπέτειες μπαίνει, σύμφωνα με όλες στις ενδείξεις, η υπόθεση επιλογής αναδόχου για την παραχώρηση εκμετάλλευσης του λιγνιτικού κοιτάσματος της Βεύης, πριν ακόμα καταρτιστεί η short list των 5 επικρατέστερων επιχειρηματικών σχημάτων που θα διεκδικήσουν την εκμίσθωση του λιγνιτωρυχείου.
Η ίδια μάλιστα η κατάρτιση της short list μοιάζει, πλέον, σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιηθεί άμεσα, καθώς έχει υποβληθεί προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας από ενδιαφερόμενο όμιλο, για «ανυπόστατη και μη δημοσιευμένη υπουργική απόφαση» με την οποία καθορίστηκαν σε κάποια φάση της όλης υπόθεσης (και όχι εξαρχής) οι προϋποθέσεις συμμετοχής στη διαδικασία ανάθεσης.
Κομβικό ζήτημα είναι η προϋπόθεση που έθεσε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για minimum 20 εκατ. ευρώ μετοχικό κεφάλαιο των εταιρειών που συμμετείχαν στη διαδικασία. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Όμιλο που προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η Υπουργική απόφαση με την οποία ετέθη το όριο αυτό (κατά τη 2η φάση της διαδικασίας και μετά την αρχική εξέταση των φακέλων) δεν κοινοποιήθηκε στους ενδιαφερόμενους ούτε δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ ώστε να λάβουν γνώση.
Το σχήμα με το οποίο έχει «κατέβει» ο εν λόγω Όμιλος στη διεκδίκηση του λιγνιτορυχείου είναι μια εταιρεία «ειδικού σκοπού», που συγκροτήθηκε δηλαδή επί τούτου και δεν καλύπτει τον όρο περί μετοχικού κεφαλαίου 20 εκατ. ευρώ «καθώς κάτι τέτοιο δεν υπήρχε ως όρος, ενώ τέτοιου τύπου εταιρείες αποτελούν συνήθη τρόπο δραστηριοποίησης» υποστηρίζουν στελέχη του Ομίλου, αναφέροντας επιπλέον ότι, ανεξάρτητα από το μετοχικό κεφάλαιο, στο φάκελο υπάρχουν βεβαιώσεις τραπεζών και μετόχων για «κάλυψη» έως 300 εκατ. ευρώ.
Η Επιτροπή που είχε συστήσει το υπουργείο για την αξιολόγηση των προσφορών, με βάση την Υπουργική Απόφαση έκρινε ότι υπάρχει νομικό ζήτημα για την προσφορά του συγκεκριμένου Ομίλου και δεν θα έπρεπε να μπεί στη short list των 5. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου διατύπωσε σχετικό ερώτημα προς το Νομικό Συμβούλιο προκειμένου, με βάση τη γνωμοδότησή του, να λάβει τις αποφάσεις της. Σύμφωνα με πληροφορίες η γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου έχει φτάσει στο υπουργείο, ωστόσο η προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας περιπλέκει έτι περαιτέρω την υπόθεση, καθώς το ζήτημα, πλέον, δεν είναι εάν είναι νόμιμη η συμμετοχή του συγκεκριμένου ομίλου στη short list με βάση την Υπουργική Απόφαση, αλλά αν είναι νόμιμη η ίδια η Υπουργική Απόφαση και συνεπώς κάθε άλλη απόφαση που ελήφθη με βάση αυτήν…
Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται για διαγωνισμό αλλά για διαδικασία ανάθεσης που προβλέπεται από το μεταλλευτικό κώδικα. Σε αυτό το πλαίσιο, για τις αποφάσεις της Επιτροπής και της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου προβλέπεται να λάβουν θέση η Βουλή και τα κόμματα. Συγκεκριμένα προβλέπεται να ενημερωθούν για τη short list οι αρμόδιες επιτροπές της Βουλής (Παραγωγής και Εμπορίου καθώς και η επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας) και κατόπιν να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση για τον τελικό ανάδοχο. Ο σχεδιασμός αυτός, ωστόσο, φαίνεται ότι θα υποστεί πολλές ακόμα αλλαγές, καθώς είναι αμφίβολο αν θα επιλέξει η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΚΑ να φέρει στη Βουλή τη γνωμοδότηση της Επιτροπής από τη στιγμή που θα βρίσκεται σε νομική εκκρεμότητα το όλο ζήτημα.
Το άμεσο αποτέλεσμα των καθυστερήσεων είναι να υστερεί η χώρα στο άνοιγμα της λιγνιτικής παραγωγής, να χάνει ένα σύνολο μισθωμάτων της τάξης των 200 εκατ. ευρώ για τα επόμενα 15 χρόνια και να αυξάνει η ανεργία στην περιοχή της Φλώρινας.
Υπενθυμίζουμε ότι ενδιαφέρον έχει εκδηλωθεί από το σύνολο των μεγάλων ενεργειακών ομίλων της χώρας, καθώς προσφορές έχουν καταθέσει η Άκτωρ ΑΤΕ, η οποία συνεργάζεται με την Elpedison (Ελληνικά Πετρέλαια – όμιλος Λάτση – ιταλική Edison), ο όμιλος Μυτιληναίου, η Τέρνα, ο όμιλος Κοπελούζου, μέσω των Horizon Μεταλλευτική και ΜΕΤΕ, η Μηχανική, η ΕΛΜΙΝ και η ΙΝΤΕΡΚΑΤ, συμφερόντων Βαρδινογιάννη καθώς και οι Γαία Τεχνική, Λιγνιτωρυχεία Αχλάδας, Ενεργειακά Έργα ΑΤΕ και η κοινοπραξία των ΤΕΝΑ ΑΤΕΒΕ-ΚΑΠΑ Δυναμική ΑΤΕ- Energen.

Πηγή: energypress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.